ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΝΤΟΑΝΑ*
Τσακίζεις τοῦτο τὸ κλαδί, τσακίζεις τ’ ἄλλο,
μὰ τὸ νερὸ ποὺ γύρευες δὲν εἶναι ἐδῶ.
Περνᾶς τὰ χώματα, περνᾶς τὶς πέτρες,
μὰ δὲ θὰ βρεῖς τ’ ἄσπρο ποτάμι.
Ξέρες μονάχα κι’ ἄμμους κι’ ἐρημιά,
θάμνα στὸν ἥλιο κόκκινα,
κορμοὺς καὶ βράχια κόκκινα,
πιὸ πέρα σίδερα καὶ ξύλα. Φώναξε.
θ’ ἀκούσουν τὴ φωνή σου καὶ θ’ ἀποκριθοῦν
μ’ ὅμοια φωνή. Μὰ δὲ θυμοῦνται πιὰ
πότε ἦρθαν, τί γυρεύουνε
σ’ αὐτὸ τὸ πέρασμα
τὸ σκοτεινό.
Μὴν προχωρήσεις.
Θὰ σὲ ρημάξει ἡ σκόνη, θὰ σὲ καταπιεῖ,
καὶ μὴ φωνάξεις.
Ἔτσι, μέσα στὸ φῶς τ’ ἀπέραντο τ’ ἄσπρο ποτάμι
δὲ θἄρθει, πρόσμενε, ποτὲ δὲ θἄρθει
τ’ ἄσπρο ποτάμι,
τ’ ἄσπρο ποτάμι.